«Πάντα αυτόν παίρνεις μαζί σου», «Όλο αυτή μπαίνει πρώτη», «Μου παίρνει όλα μου τα παιχνίδια», «Αυτόν αγαπάς περισσότερο»...
Τσακωμοί, λογομαχίες, παράπονα, πειράγματα, κοροϊδίες, προκλήσεις – το σπρώξιμο και οι αγκωνιές για μια θέση, μεταφορικά, συμβολικά και κυριολεκτικά – είναι καταστάσεις που οι γονείς αντιμετωπίζουν καθημερινά.
Πολλά έχουν γραφτεί για τους τσακωμούς ανάμεσα στ’ αδέλφια –μόνιμη και φυσιολογική κατάσταση που αντιμετωπίζει κάθε οικογένεια και θα προσπαθήσω σ’ αυτή τη σύντομη δημοσίευση να μην επαναλάβω τα τετριμμένα:
- η θέση του πρωτότοκου που εκθρονίζεται και ζηλεύει,
- το καινούριο μωρό που προκαλεί συναισθήματα αμφιθυμίας,
- η αίσθηση της μοναδικότητας που χάνεται και το «μοίρασμα» της γονικής αγάπης.
Καθώς τα δυο παιδιά μεγαλώνουν μαζί, αποκτούν σιγά σιγά τη δική τους σχέση καθώς και δικούς τους κώδικες επικοινωνίας. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι σημαντικό να αντέχουμε να μην παρεμβαίνουμε σαν γονείς στους τσακωμούς τους.
Τα παιδιά συχνά τσακώνονται γιατί έχουν μεγάλα αποθέματα ενέργειας και μέσω των καυγάδων εκτονώνονται και μπορούν να συνεχίσουν να παίζουν. Οι τσακωμοί δεν αποτελούν παρά ένα μέσο για να σταματήσουν τα παιδιά να… βαριούνται!
Συνήθως, οι γονείς φοβούνται ότι ο τσακωμός θα πάρει μεγάλες διαστάσεις και μπαίνουν στη μέση – πράγμα που συχνά σημαίνει ότι παίρνουν θέση υπέρ του ενός ή του άλλου παιδιού. Με αυτό τον τρόπο όμως στερούν από τα παιδιά τους την διαδικασία του σχετίζεσθαι. Μέσα από τους καυγάδες και τις συγκρούσεις είναι που τα παιδιά μαθαίνουν τόσο να αντέχουν τη σύγκρουση όσο και να βρίσκουν δημιουργικούς τρόπους για την επίλυσή της. Ταυτόχρονα, το να προσπαθήσουμε να «νουθετήσουμε» τα παιδιά μας την ώρα που τσακώνονται είναι δώρον-άδωρον: το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους δείξουμε εμείς οι ίδιοι με τη συμπεριφορά μας ότι ένας καυγάς επιλύεται με συζήτηση και με καλή διάθεση να καταλάβουμε ο ένας την πλευρά του άλλου.
Εάν καταφέρουμε σαν γονείς να αντισταθούμε στον πειρασμό της σύγκρισης, ν' αφήσουμε τα παιδιά μας να εξελιχθούν σαν αυτόνομα άτομα παρακολουθώντας τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους και διευκολύνοντάς την όσο περνάει από το χέρι μας, γνωρίζοντας ότι χρόνο το χρόνο κάθε παιδί θα διαφοροποιείται από το άλλο και θα μεγαλώνει για να γίνει ο εαυτός του, θα μπορούμε να πούμε ότι κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε και θα μεγαλώσουμε παιδιά που θα έχουν την τύχη να μπορούν να αγαπούν και να στηρίζονται το ένα στο άλλο.
Η έχθρα μεταξύ ενήλικων αδελφών είτε προέρχεται αποκλειστικά είτε τρέφεται από αντιζηλίες της παιδικής ηλικίας, που δεν ξεπεράστηκαν ή δεν ξεκαθαρίστηκαν ποτέ.
O θυμωμένος και ανένδοτος ενήλικας είναι και το παιδί που πληγωνόταν, γιατί οι γονείς καμάρωναν τον αδελφό του που ήταν πολύ καλός μαθητής, γιατί έκαναν τα χατίρια της αδελφής επειδή ήταν ασθενική κι ευαίσθητη, γιατί μάλωναν εκείνον επειδή ήταν πιο «άτακτος», γιατί και τα δυο παιδιά ήταν θύματα μιας ατελείωτης «σύγκρισης» από την πλευρά των γονέων, που έσπειρε σπόρους διχόνοιας.
Άρθρο: Φιλιώ Τσουκαλά, κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή θεραπεύτρια και Ήρα Λαμπίρη, κλινική παιδοψυχολόγος-εικαστική θεραπεύτρια
Το διαβάσαμε εδώ