Ένας παππούς είπε κάποτε πως «όσο περισσότερες γλώσσες μιλάς, τόσο πιο άνθρωπος είσαι». Και παρ’ όλο που αυτό είναι λόγος αρκετός για να ξεκινήσεις σήμερα να μαθαίνεις (άλλη) μία ξένη γλώσσα, ιδού μερικά ακόμα οφέλη που ίσως να μην είχατε σκεφτεί.
 

Λιγότερο στρες 

Ναι, κι όμως. Σύμφωνα με αυτήν εδώ την έρευνα, που πραγματοποιήθηκε το 2010, τα παιδιά που μιλούν δύο ή περισσότερες γλώσσες, υποφέρουν λιγότερο από άγχος, έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση, και δηλώνουν ότι νιώθουν λιγότερη μοναξιά και θλίψη σε σχέση με τους συμμαθητές τους που μιλούν μόνο μία γλώσσα. 

 

Ο άλλος μου εαυτός

Θυμάστε τις αφίσες στις στάσεις λεωφορείων πριν από ένα-δυο χρόνια, που έλεγαν ότι «μια ξένη γλώσσα είναι μια δεύτερη ζωή», για λογαριασμό του Ινστιτούτου Πούσκιν; Απ’ ό,τι φαίνεται, είχαν απόλυτο δίκιο: Σύμφωνα με αυτήν εδώ την έρευνα, η προσωπικότητά μας μεταβάλλεται –προσαρμόζεται, αν προτιμάτε– ανάλογα με τη γλώσσα που μιλάμε. 

Κάποιες γλώσσες είναι περισσότερο επιθετικές, άλλες είναι πιο άμεσες, πιο ευμετάβλητες ή πιο παιχνιδιάρικες, και πάει λέγοντας. Ο διαφορετικός τρόπος σκέψης που επιβάλλει η καθεμία μεταφράζεται και σε διαφορετική συμπεριφορά, πράγμα που σημαίνει ότι μια δεύτερη γλώσσα μπορεί να σου αποκαλύψει στοιχεία του χαρακτήρα σου που δεν είχες ιδέα ότι υπάρχουν. 

 

Για κοίτα με στα μάτια…

Δύο έρευνες που πραγματοποιήθηκαν το 2015, η μία σε παιδιά και η άλλη σε ενήλικες, κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: Μικροί και μεγάλοι μαθητές μιας δεύτερης (ή τρίτης ή τέταρτης…) γλώσσας γίνονται καλύτεροι στην εξωλεκτική επικοινωνία –εκείνη που περιλαμβάνει τη γλώσσα του σώματος, τις εκφράσεις του προσώπου, τις χειρονομίες κλπ. Και δεν μαθαίνουν μόνο να την χρησιμοποιούν σωστά, επειδή ας πούμε τους λείπουν βασικές γνώσεις ή δυσκολεύονται να θυμηθούν τις κατάλληλες λέξεις για να εκφραστούν στη δεύτερη γλώσσα τους, αλλά μαθαίνουν και να την «διαβάζουν» καλύτερα, να καταλαβαίνουν τους ανθρώπους γύρω τους χωρίς να χρειαστεί να μιλήσουν. 

Αν και δεν είναι απολύτως βέβαιοι πού οφείλεται αυτό, οι ερευνητές δήλωσαν πως πιθανότατα έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα δίγλωσσα παιδιά, όντας εξοικειωμένα με διαφορετικές κουλτούρες, έχουν πιο διευρυμένη συναισθηματική προοπτική, η οποία τα βοηθά να μένουν χαρούμενα και πιο ισορροπημένα. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να ισχύει και στους ενήλικες που μαθαίνουν ξένες γλώσσες.

 

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε…

Γρήγορα: Τι χρώμα θα λέγατε ότι είναι συνήθως ο ουρανός; 

Θα υποθέσουμε ότι είπατε «γαλάζιος», επειδή με αυτό το χρώμα περιγράφουμε συνήθως στα ελληνικά τον ουρανό. Αν η μητρική σας γλώσσα ήταν τα αγγλικά ή τα ισπανικά, πιθανότατα θα είχατε απαντήσει «μπλε», επειδή αυτό είναι το χρώμα που χρησιμοποιείται συχνότερα σε αυτές τις γλώσσες για να περιγράψει τον ουρανό. Αν, πάλι, μητρική σας γλώσσα ήταν τα ιαπωνικά, θα είχατε απαντήσει πως ο ουρανός είναι «ανοιχτό μπλε» ή «σκούρο μπλε» –και αυτά τα δύο θα ήταν στο μυαλό σας δύο εντελώς διαφορετικά χρώματα, επειδή τα ιαπωνικά έχουν δύο εντελώς διαφορετικές λέξεις για αυτές τις δύο αποχρώσεις του μπλε. 

Τι αποδεικνύουν όλα αυτά; Σύμφωνα με αυτή την έρευνα ότι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον κόσμο ανάλογα με τη γλώσσα που μιλούν –οπότε, όσοι μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες, έχουν σφαιρικότερη αντίληψη του κόσμου γύρω τους. 

Το ακόμα πιο ενδιαφέρον, για να μείνουμε λίγο ακόμα στα χρώματα, είναι ότι σύμφωνα με μια άλλη έρευνα οι άνθρωποι που μιλούν γλώσσες οι οποίες δεν έχουν συγκεκριμένη λέξη για το μπλε (μη γελάτε, οι περισσότερες αρχαίες γλώσσες δεν είχαν) δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ένα μπλε τετράγωνο ανάμεσα σε δέκα πράσινα. Αντιθέτως, επειδή η γλώσσα τους έχει διαφορετικές λέξεις για τις αποχρώσεις του πράσινου, μπορούν εύκολα να ξεχωρίσουν ένα «διαφορετικά» πράσινο τετράγωνο ανάμεσα σε άλλα –που εσείς δεν μπορείτε.

 

Φτιάξε με!

Αυτό θα σας έλεγε ο εγκέφαλός σας, αν μιλούσε έτσι, κάθε φορά που μαθαίνετε μια καινούρια λέξη, σε μια άλλη γλώσσα. Όπως διαπιστώνει αυτή εδώ η έρευνα, το να μαθαίνεις καινούριες λέξεις ενεργοποιεί τις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου με την σοκολάτα, το σεξ και τα ναρκωτικά. Κι έχει και πολύ λιγότερες παρενέργειες, θα προσθέσουμε εμείς.

 

Άρθρο: Ηρώ Κουνάδη

 


  Το διαβάσαμε εδώ