Σύμφωνα με μία έρευνα που ολοκληρώθηκε πρόσφατα σε 28 διαφορετικές  χώρες,  ένα σημαντικό ποσοστό – τουλάχιστον το 10% – των νέων μπαμπάδων εμφανίζουν κάποια μορφή κατάθλιψης λίγο πριν και κυρίως μετά τη γέννηση του παιδιού τους, ενώ 1 στους 4 άνδρες ενδέχεται να εμφανίσει κατάθλιψη μέσα στον πρώτο χρόνο από τη γέννηση του παιδιού.

Οι περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις περνάνε γενικά απαρατήρητες, χωρίς να διαγνωστούν ποτέ.

Ειδικότερα οι πρώτοι έξι μήνες  μετά τη γέννα, θεωρούνται και οι πιο δύσκολοι από ψυχολογικής πλευράς για τους γονείς, καθώς το κλάμα του μωρού φθάνει στο αποκορύφωμά του. Μαζί με το κλάμα, οι νέοι γονείς έχουν να αντιμετωπίσουν πολλές καινούριες προκλήσεις, όπως το να αναγνωρίζουν κάθε φορά την ανάγκη που κάνει το βρέφος να κλαίει, το πώς να το ταΐσουν, το πώς να το κοιμίσουν κ.ο.κ. Ένα βουνό ευθυνών, υποχρεώσεων και καινούριων εμπειριών έρχεται να αλλάξει ριζικά την κατάσταση μέσα στο σπίτι αλλά και τις ισορροπίες των σχέσεων.

Η μητέρα μπορεί αφενός να είχε το χρόνο να προετοιμαστεί ψυχικά στη διάρκεια της κύησης και αφετέρου, ως λεχώνα, συγκεντρώνει τη φροντίδα του περιβάλλοντος. Από την άλλη ο άνδρας που ήταν μέχρι τη στιγμή του τοκετού θεατής, καλείται να γίνει συμμέτοχος την ίδια στιγμή που πρέπει να πάει στη δουλειά του και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σαν να μην έχουν γίνει αλλαγές στη ζωή του.

Μερικές φορές το πρόβλημα σχετίζεται με την έλλειψη οικειότητας που έχουν οι περισσότεροι άντρες με ένα νεογέννητο και που μπορεί να επιδεινώνεται από την υπερπροστατευτικότητα της μαμάς, που γρήγορα “παίρνει το προβάδισμα” στις καθημερινές φροντίδες του παιδιού.

Παράλληλα, το κέντρο βάρους της σχέσης μετατοπίζεται και γέρνει ξεκάθαρα προς την πλευρά του παιδιού. Η σύζυγος λειτουργεί περισσότερο ως μητέρα, κυρίως στη διάρκεια των πρώτων μηνών της ζωής του παιδιού. Σε συνδυασμό με τις ορμονικές αλλαγές που προκαλεί η εγκυμοσύνη και η γέννα, η μητέρα μπορεί για ένα διάστημα να  νιώθει λιγότερο «γυναίκα». Έτσι, δημιουργείται ακόμα μια αίσθηση απώλειας για τον άνδρα: από εκεί που φανταζόταν τη ζωή του σαν σύζυγος και πατέρας, δεν έχει την επαφή που φανταζόταν ούτε με τη γυναίκα του αλλά ούτε και με το νεογέννητο μωρό. Οι καθημερινές συνήθειες υπόκεινται σε αλλαγές, αφού το σπίτι αλλάζει μορφή, τα έπιπλα μετακινούνται, κυριαρχεί η αποστείρωση και η απολύμανση, μικροαντικείμενα και μικροσύνεργα για το μωρό όπου υπάρχει ελεύθερος χώρος.

Έτσι ενώ η ευρύτερη οικογένεια και το κοινωνικό περιβάλλον βιώνει τον ερχομό του μωρού ως τη μεγαλύτερη χαρά, τα συναισθήματα των γονιών μπορεί να είναι ανάμικτα, ενώ οι ίδιοι μπορεί να ντρέπονται να ομολογήσουν τις δυσκολίες τους. Ο πατέρας νιώθει παραγκωνισμένος, καθώς ο ρόλος του συνεχίζει να είναι επικουρικός και η μητέρα βιώνει τη γονεϊκότητα μοναχικά παρά τις επιθυμίες και των δυο να συντονιστούν στο νέο τους έργο. Οι επιστήμονες επισήμαναν ότι, πέρα από τις επιπτώσεις για τους ίδιους τους γονείς, αυτά τα αρνητικά συναισθήματα των γονιών που δεν εκφράζονται μπορεί να έχουν γενικότερη επίπτωση στον ψυχισμό, τη συμπεριφορά και την ανάπτυξη των παιδιών.

Επειδή όμως το φαινόμενο της επιλόχειας κατάθλιψης είναι κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται κανείς  και μπορεί να παρουσιαστεί παρά τις προσπάθειες του ζευγαριού να αναδιαρθρώσουν τις σχέσεις τους σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της ζωής τους, οι ερευνητές συνιστούν πιο εντατικές προσπάθειες για τον εντοπισμό και την καταπολέμηση της κατάθλιψης στους μπαμπάδες -και τις μαμάδες- στην περίοδο μετά τη γέννα. Στην Ελλάδα γίνονται ήδη μαθήματα ψυχοπροφυλακτικής για τα ζευγάρια που περιμένουν παιδί. η έμφαση ωστόσο δίνεται ακόμα στην επιλόχεια κατάθλιψη των μαμάδων, που σχετίζεται και με τις ορμονικές μεταβολές, ενώ οι δυσκολίες των μπαμπάδων παραμένουν αόρατες.

Με τη βοήθεια ψυχολόγων εξειδικευμένων στα θέματα γονεϊκότητας, το να γίνει κανείς γονιός μπορεί να γίνει πιο ομαλά και να ξεπεραστεί η οποιαδήποτε κρίση τόσο στη σχέση του ζεύγους όσο και στο ξεκίνημα της ζωής του παιδιού.

 

Άρθρο: Τόνια Χανιώτη

 


  Το διαβάσαμε εδώ