Παραδείγματα φόβου και φοβίας

Η Άννα ηλικίας τεσσάρων ετών περπατάει με τη μητέρα της στο δρόμο. Ξαφνικά, βλέπει ένα μεγαλόσωμο σκύλο να έρχεται τρέχοντας καταπάνω τους. Η Άννα τρομάζει, βάζει τα κλάματα και κρύβεται στην αγκαλιά της μητέρας της. Η μητέρα της διώχνει το σκύλο και προσπαθεί να ησυχάσει το κοριτσάκι εξηγώντας ότι ο σκύλος ήθελε απλώς να παίξει. Σύντομα το κοριτσάκι σταματά τα κλάματα, σκουπίζει το πρόσωπό του και συνεχίζει τη βόλτα με τη μητέρα του. Μετά από λίγη ώρα, το γεγονός έχει ήδη ξεχαστεί για την Άννα.

Ένα άλλο τετράχρονο παιδάκι, ο Γιώργος, πηγαίνει με τον πατέρα του στον παιδικό σταθμό. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, μια κυρία έχει βγάλει βόλτα το σκυλάκι της, το οποίο κουνά χαρούμενα την ουρά του στους περαστικούς. Μόλις ο Γιώργος αντιλαμβάνεται το σκυλάκι, σφίγγει δυνατά το χέρι του πατέρα του, χλωμιάζει και κοκαλώνει στη θέση του. Ανοίγει διάπλατα τα μάτια του ενώ η καρδιά του αρχίζει να χτυπά δυνατά. Μέσα σε λίγα λεπτά, ο Γιώργος έχει γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα ενώ προσπαθεί να ψελλίσει λίγες λέξεις με τρεμάμενη φωνή: «Μπαμπά, ένας σκύλος....Φοβάμαι». Ο πατέρας του τον παίρνει αγκαλιά ενώ η κυρία με το σκυλάκι έχει ήδη χαθεί από το οπτικό τους πεδίο. Το παιδί δυσκολεύεται να συνέλθει, παραπονιέται ότι άρχισε να το πονάει η κοιλιά του και αρνείται να συνεχίσει το δρόμο προς το σχολείο. Είναι φανερό ότι ο Γιώργος έχει αποδιοργανωθεί.

Στην πρώτη περίπτωση, οι αντιδράσεις της Άννας αποτελούν εκδηλώσεις φυσιολογικού φόβου μπροστά σε μια πραγματική απειλή, οι οποίες μάλιστα είναι πολύ συνηθισμένες για παιδιά αυτής της ηλικίας. Στη δεύτερη περίπτωση, οι αντιδράσεις του Γιώργου αποτελούν ενδείξεις φοβίας απέναντι σε μια υποτιθέμενη απειλή, οι οποίες ξεφεύγουν από τα όρια του φυσιολογικού και χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης. Πώς όμως μπορούμε να ξεχωρίσουμε τους φυσιολογικούς φόβους των μικρών παιδιών από τις φοβίες και πότε πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε;

 

Οι παιδικοί φόβοι

Ο φόβος είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε γεγονότα που φαίνεται να απειλούν την προσωπική ασφάλεια του ατόμου. Στην ουσία είναι μια προσαρμοστική αντίδραση καθώς εξασφαλίζει στο άτομο την ετοιμότητα να αντιμετωπίζει καταστάσεις ανάγκης και να αποφεύγει τους κινδύνους. Χωρίς το συναίσθημα του φόβου, το άτομο θα έμενε ανυπεράσπιστο και απαθές απέναντι σε πραγματικούς κινδύνους με πιθανό αποτέλεσμα την απειλή της σωματικής του –και όχι μόνο- ακεραιότητας.

Στην περίπτωση των παιδιών προσχολικής ηλικίας, οι φόβοι συνδέονται κυρίως με καταστάσεις που προκαλούν το συναίσθημα της ανασφάλειας και της ανησυχίας μπροστά στο άγνωστο, στο απρόβλεπτο και στο ξαφνικό. Πολλοί παιδικοί φόβοι είναι φυσιολογικές συνέπειες της διαδικασίας ανάπτυξης των παιδιών. Οι τυπικές πηγές φόβου για τα παιδιά αυτής της ηλικίας είναι το σκοτάδι, οι ασυνήθιστοι θόρυβοι, οι καταιγίδες, τα μεγαλόσωμα ζώα καθώς και τα άγνωστα πρόσωπα. Οι συνήθεις εκδηλώσεις φόβου σε αυτά τα ερεθίσματα είναι η έντονη ανησυχία και νευρικότητα, το κλάμα, καθώς και η αναζήτηση προστασίας και παρηγοριάς από τους ενήλικες. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του νηπίου που κρύβεται στην αγκαλιά της μαμάς του όταν φοβάται κάποιο άγνωστο πρόσωπο καθώς και εικόνα του μικρού παιδιού που κλείνει τα αυτιά του και κλαίει όταν ακούει αστραπές και βροντές. Επίσης, συχνά τα παιδιά αυτής της ηλικίας μπορεί να ζητούν από τους γονείς τους να αφήνουν κάποιο φως αναμμένο και την πόρτα του δωματίου τους ανοιχτή τη νύχτα ή να ζητούν να κοιμηθούν αγκαλιά με το αγαπημένο τους παιχνίδι.

Οι φόβοι αυτοί δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ανησυχίας για τους ενήλικες καθώς υποχωρούν συνήθως με το πέρασμα του χρόνου. Πρόκειται για παροδικά φαινόμενα, τα οποία μπορεί να αναστατώνουν για ορισμένο χρονικό διάστημα το παιδί και τους γονείς του αλλά συνήθως παρέρχονται, εάν αντιμετωπιστούν σωστά χωρίς να παρακωλύουν την ομαλή συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.

Πολλές φορές, οι φόβοι των παιδιών προσχολικής ηλικίας μπορεί να αποτελούν περιστασιακές αντιδράσεις σε συγκεκριμένα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για παράδειγμα, το παιδί μπορεί να εκδηλώσει φόβο για τους κλέφτες ή για τα φαντάσματα μετά από ένα τρομαχτικό έργο που είδε στην τηλεόραση ή μετά από ένα παραμύθι που περιείχε έντονα φανταστικά στοιχεία. Ο φόβος αυτός μπορεί να εκδηλωθεί είτε λεκτικά, κατά τη διάρκεια της ημέρας, είτε μέσω εφιαλτικών ονείρων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η διαβεβαίωσή του για την ασφάλειά του από τους ενήλικες μπορεί να αποτελέσει επαρκή τρόπο αντιμετώπισης των φόβων αυτών.

Παρά το γεγονός όμως ότι οι φόβοι σαν αυτούς που περιγράψαμε αποτελούν συνήθως φυσιολογικές αντιδράσεις των παιδιών κατά την προσχολική ηλικία, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ενήλικες πρέπει να τους παραβλέπουν εντελώς και να αφήνουν το παιδί αβοήθητο να μετατραπούν οι φόβοι αυτοί σε φοβίες οι οποίες αποτελούν πλέον μια παθολογική κατάσταση και μπορούν να αντιμετωπιστούν κυρίως με την παρέμβαση κάποιου ειδικού.

 

Η αντιμετώπιση των παιδικών φόβων

Προκειμένου να διευκολύνουν την ομαλή υποχώρηση των φυσιολογικών φόβων της προσχολικής ηλικίας, οι γονείς και οι παιδαγωγοί πρέπει να έχουν υπόψη τους ή να κάνουν τα εξής:

  • Να μη μεταδίδουν στο παιδί τους δικούς τους φόβους.

  • Να μην πανικοβάλλονται και μεγαλοποιούν τους φόβους του παιδιού δίνοντας υπερβολική προσοχή στην παραμικρή εκδήλωση φόβου

  • Να μην ειρωνεύονται τους φόβους του παιδιού, οι οποίοι μπορεί να μοιάζουν παράλογοι ή και αστείοι στα μάτια τους αλλά να είναι πρόθυμοι να ακούσουν το παιδί και να του συμπαρασταθούν με κατανόηση και ψυχραιμία.

  • Να μην εξαναγκάζουν βίαια και χωρίς καμιά προετοιμασία το παιδί να πλησιάζει το αντικείμενο του φόβου του.

  • Να μην εξαναγκάζουν βίαια και χωρίς καμιά προετοιμασία το παιδί να πλησιάζει το αντικείμενο του φόβου του.

  • Να διερευνούν την πιθανή πηγή του φόβου προκειμένου να παράσχουν στο παιδί τις απαραίτητες λογικές εξηγήσεις και έμπρακτες αποδείξεις ως προς την απουσία πραγματικού κινδύνου.

  • Να μη φοβίζουν σκόπιμα το παιδί λέγοντάς του ότι «αν δεν είναι καλό παιδί θα το πάρει ο «μπαμπούλας» ή η «αστυνομία». Αν οι ενήλικες προσπαθούν να ελέγξουν τη συμπεριφορά των παιδιών με τη χρήση του φόβου, δεν θα πρέπει στη συνέχεια να απορούν γιατί τα παιδιά φοβούνται!

  • Να χρησιμοποιήσουν εικονογραφημένα παιδικά βιβλία με παιδιά που φοβούνται αλλά τελικά ξεπερνάνε τους φόβους τους, τα οποία κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Το παιδί μπορεί να ταυτιστεί με τον ήρωα του βιβλίου και να ξεπεράσει ευκολότερα το φόβο του.

  • Γενικά, έργο των ενηλίκων είναι να ενθαρρύνουν με κάθε τρόπο τα παιδιά ώστε να αναπτύξουν πρωτοβουλίες, αυτοπεποίθηση, θάρρος, αυτάρκεια και αυτονομία. Η υπερπροστατευτική συμπεριφορά των ενηλίκων διευκολύνει την εκδήλωση φόβων από την πλευρά του παιδιού. Θαρραλέος είναι όποιος νοιώθει ότι μπορεί να ασκήσει έλεγχο σε αυτά που του συμβαίνουν και ένα παιδί στο οποίο οι ενήλικες μεταδίδουν μηνύματα ανικανότητας, είναι λογικό να αισθάνεται αδύναμο και να φοβάται ευκολότερα.

 

Οι παιδικές φοβίες

Η φοβία είναι ένας έκδηλος και επίμονος φόβος, ο οποίος είναι υπερβολικός και παράλογος και εκλύεται από την παρουσία ειδικού αντικειμένου ή ειδικής κατάστασης (π.χ. χρήση ασανσέρ, ζώα, ύψος κλπ). Η έκθεση στο φοβικό ερέθισμα προκαλεί σχεδόν πάντα μια άμεση αντίδραση άγχους, όπως εφίδρωση, ταχυκαρδία, τρόμο, έντονη αναστάτωση και ακολουθείται συνήθως από μια συνεχή προσπάθεια αποφυγής αυτού του ερεθίσματος. Για παράδειγμα, ο τετράχρονος Γιώργος, ο οποίος φαίνεται να έχει φοβία με τα σκυλιά, είναι πιθανό να αρνείται να πάει στο σχολείο ή να παραπονιέται για ζαλάδες και πονοκεφάλους κάθε πρωί, επειδή κατά βάθος φοβάται μήπως συναντήσει πάλι κάποιο σκυλί στο δρόμο για το σχολείο. Επομένως, πολλές φορές η άρνηση του παιδιού να αντιμετωπίσει ορισμένες καταστάσεις, μπορεί να κρύβει την ύπαρξη κάποιας φοβίας.

Οι φοβίες μπορεί να δημιουργηθούν με πολλούς τρόπους. Μια άμεση τραυματική εμπειρία του παιδιού, π.χ. το δάγκωμα ενός σκυλιού, είναι δυνατόν να προκαλέσει φοβίας απέναντι στα σκυλιά. Επιπλέον, πιθανές συνεξαρτήσεις που δημιουργεί το παιδί μεταξύ δύο ερεθισμάτων, μπορεί να οδηγήσουν στην εγκατάσταση μιας φοβίας. Με άλλα λόγια, οι φοβικές αντιδράσεις «μαθαίνονται» από το παιδί καθώς αυτό συνδέει μια δυσάρεστη εμπειρία με μια συγκεκριμένη ουδέτερη κατάσταση. Για παράδειγμα, αν η εκδήλωση σεισμού βρήκε το παιδί μέσα σε ένα ασανσέρ, είναι πιθανόν το παιδί να αναπτύξει κλειστοφοβικές αντιδράσεις.

Η σημαντικότερη οδός όμως, μέσω της οποίας αναπτύσσονται και εδραιώνονται οι φοβίες στα παιδιά είναι μέσω της μετάδοσής τους από τους ενήλικες. Η μετάδοση αυτή μπορεί να γίνει τόσο με λεκτικό όσο και με μη λεκτικό τρόπο. Το παιδί πολύ εύκολα αντιλαμβάνεται τις εκδηλώσεις φόβου των ενηλίκων και ασυνείδητα τις υιοθετεί. Ακόμα και τα πιο μικρά σήματα, όπως οι μορφασμοί και οι χειρονομίες που προδίδουν φόβο μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τα παιδιά. Αν ο γονιός κλειδαμπαρώνει το σπίτι και ελέγχει κάθε τόσο τις πόρτες, το παιδί είναι πολύ πιθανόν να αρχίσει να φοβάται να μένει μόνο του στο δωμάτιό του. Με άλλα λόγια, τα μικρά παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις μεταδοτικές συνέπειες των συναισθημάτων που βιώνουν τα πρόσωπα του στενού τους περιβάλλοντος και –ιδιαίτερα- οι γονείς τους. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η μετάδοση αυτή δεν πραγματοποιείται με κάποιον μυστηριώδη τρόπο μέσω των γονιδίων των γονέων αλλά μέσω της συμπεριφοράς και των αντιδράσεών τους απέναντι σε ορισμένα ερεθίσματα και καταστάσεις.

Είναι δυνατόν λοιπόν ορισμένοι φόβοι να εξελιχθούν σε φοβίες, οι οποίες εκδηλώνονται με έντονο άγχος ακόμα και στην ιδέα του αντικειμένου ή της κατάστασης που φοβάται το παιδί και τα οποία προσπαθεί επίμονα να αποφύγει. Επομένως, οι ενήλικες πρέπει να ανησυχήσουν και να απευθυνθούν το συντομότερο σε κάποιον παιδοψυχολόγο αν υπάρχουν υποψίες ότι οι αντιδράσεις του παιδιού αποτελούν ενδείξεις φοβίας, δηλαδή αν:

  • είναι υπερβολικές και επίμονες
  • παρουσιάζουν μεγάλη διάρκεια και αντοχή στο χρόνο
  • είναι δυσανάλογα έντονες σε σχέση με το ερέθισμα ή την κατάσταση που τις προκάλεσε
  • συνοδεύονται από σωματικά ενοχλήματα
  • φαίνεται να αποδιοργανώνουν το παιδί
  • εμποδίζουν τη συμμετοχή του σε καθημερινές δραστηριότητες

Η έγκαιρη αντιμετώπιση των φοβιών είναι απαραίτητη διότι οι φοβίες, σε αντίθεση με τους φυσιολογικούς φόβους της προσχολικής ηλικίας, μπορεί να έχουν δυσμενείς συνέπειες τόσο στην καθημερινή λειτουργικότητα όσο και στη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Σπάνια υποχωρούν από μόνες τους, αντιθέτως, τις περισσότερες φορές μπορεί να πολλαπλασιάζονται, να γενικεύονται και σε άλλους τομείς και να συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή. Πολλές φορές μπορεί το φοβικό αντικείμενο να αλλάζει κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης αλλά τα βασικά συμπτώματα της φοβίας, δηλαδή το αυξημένο και γενικευμένο άγχος, με πιθανές ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, και η προσπάθεια αποφυγής ορισμένων καταστάσεων εξακολουθούν να ταλαιπωρούν το άτομο και να δυσκολεύουν την προσαρμογή του. Οι φοβίες είναι ουσιαστικά αγχώδεις διαταραχές και για την αντιμετώπισή τους απαιτείται εξειδικευμένη θεραπεία. Επομένως, δεν ξεπερνιούνται συνήθως απλώς με τη συμπαράσταση της οικογένειας ή του σχολείου με τους τρόπους που αναφέραμε προηγουμένως σχετικά με τους παιδικούς φόβους. Οι ειδικοί ωστόσο διαθέτουν πληθώρα μεθόδων και τεχνικών, οι οποίες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές και μπορούν να οδηγήσουν στην πλήρη εξάλειψη των φοβιών στα παιδιά.

Ολοκληρώνοντας, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι όλα τα παιδιά το ίδιο ευάλωτα στην εκδήλωση φοβιών. Παιδιά τα οποία ζουν σε ήρεμο και ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, όπου κυριαρχούν τα συναισθήματα της αποδοχής και της ασφάλειας και ενθαρρύνεται η απόκτηση αυτάρκειας και αυτονομίας, φαίνεται να διαθέτουν μια ισχυρή ασπίδα προστασίας έναντι της εκδήλωσης φοβιών.

 

Άρθρο: Κατερίνα Μανιαδάκηκλινική παιδοψυχολόγος


  Το διαβάσαμε εδώ