Μπορεί κανείς να φανταστεί πως είναι να προσγειώνεται στην αγκαλιά σου ο ίδιος ο ήλιος; Έτσι, ακριβώς ένιωσα, όταν μετά τη γέννα, ο γιατρός άφησε στο στήθος μου τον γιο μου. Όλες οι μέχρι τότε χαρές έσβησαν και η όλη η ουσία της ύπαρξης μου συμπυκνώθηκε στα 2.800 γραμμάρια της δικής του ύπαρξης. Εντελώς παρανοϊκά, τρελή από τη χαρά και την ευθύνη, πίστεψα πως από εκείνη την στιγμή, είχα κάνει ένα περίεργο συμβόλαιο με τον Θεό. Την εξής συμφωνία: Πως θα τον προστατεύουμε και οι δυο, για πάντα. Αναγνωρίζοντας όμως πως ο Θεός έχει κι άλλες επείγουσες δουλειές, αποφάσισα να επωμιστώ εξ ολοκλήρου την ευθύνη της προστασίας του παιδιού μου, παριστάνοντας το Θεό.

Ο ρόλος αυτός ξεκίνησε αμέσως. Από το μαιευτήριο, ακόμη. Αντί να χαλαρώνω όπως όλες οι λεχώνες, εγώ τριγυρνούσα έξω από το θάλαμο νεογνών – διπλωμένη σαν σουγιάς από τον πόνο της φρέσκιας καισαρικής- επιχειρώντας κάθε δέκα λεπτά αιφνιδιαστικές επισκέψεις, που έφερναν στα όρια τους τις νοσηλεύτριες. Είχε ταϊστεί σωστά το μωρό μου, είχε αλλαχθεί εγκαίρως, ποια θερμοκρασία είχε ο θάλαμος, τι ποσοστό υγρασίας; Μήπως δεν είχε ρευτεί αρκετά, μήπως δεν είχε πλυθεί σωστά; Κι αν γλιστρούσε από τα χέρια της νοσηλεύτριας την ώρα που τον έπλενε; Είχε αποστειρώσει σωστά το μπιμπερό το προσωπικό; Είχε σφουγγαριστεί με χλωρίνη το πάτωμα; Πόσες ακριβώς ώρες είχε κοιμηθεί το μωρό μου; Πόσες ακριβώς φορές είχε λερώσει την πάνα; Όλα αυτά είχαν μετατρέψει την εξαήμερη νοσηλεία μας στο μαιευτήριο σε εφιάλτη. Όχι δικό μου. Των νοσηλευτριών. Οι οποίες αμέσως μόλις πήραμε εξιτήριο, διοργανώσανε πάρτι για να γιορτάσουν την απελευθέρωσή τους, από μένα, τον τύραννο..

Στο σπίτι τα πράγματα γίνανε χειρότερα, Παρέμενα σχεδόν ξύπνια για ένα εξάμηνο, ώστε να μπορέσω να προλάβω κάθε επιθυμία του μωρού και να μηδενίσω κάθε πιθανή επιπλοκή. Κι αν πνιγόταν από κάποια αναγωγή; Κι αν έμενε με την πάνα λερωμένη; Αν ζεσταινόταν; Αν κρύωνε; Δεν χρειάζεται να πω πως δεν επέτρεπα σε κανέναν να μας επισκεφτεί, εκτός αν είχε πρόσφατο πιστοποιητικό καλής υγείας. Για να αγγίξουν το μωρό οι υπόλοιποι έπρεπε να περάσουν πρώτα από κλίβανο αποστείρωσης, να αλλάξουν ρούχα, να πλύνουν τα χέρια με αντισηπτικό. Απαγόρευα τα φιλιά, τις άσκοπες αγκαλιές των παππούδων και οτιδήποτε μπορούσε να εκθέσει το μωρό σε κίνδυνο, αγνοώντας πως εγώ το εξέθετα στο μεγαλύτερο κίνδυνο από όλους: αυτόν της υπερπροστασίας..

Έτσι, αγχωμένα και υστερικά, κύλησαν κάποια χρόνια. Το μωρό είχε γίνει παιδάκι, έπρεπε να πάει σχολείο. Επιθεώρησα όλους τους χώρους του σχολείου, πέρασα από συνεντεύξεις τις δασκάλες, τσέκαρα αν υπάρχουν σκάλες ή άλλες κακοτοπιές και έστειλα δείγματα από το νερό της βρύσης στο Γενικό Χημείο του κράτους. Τον πρώτο μήνα του Νηπιαγωγείου τον πέρασα κρεμασμένη έξω από τα κάγκελα: κι αν έπεφτε ενώ έτρεχε, κι αν κάποιο άλλο παιδάκι τον έσπρωχνε; Αν διψούσε, πεινούσε, ίδρωνε και δεν υπήρχε άνθρωπος να του αλλάξει το φανελάκι; Οι δασκάλες έτρεμαν τις επισκέψεις μου, οι οποίες είχαν τον αγχωτικό χαρακτήρα μιας στρατιωτικής επιθεώρησης: Γιατί δεν υπήρχε αντισηπτικό έξω από κάθε τάξη; Γιατί δεν υπήρχε αντιολισθητική ταινία στα σκαλοπάτια; Γιατί επέτρεπαν στα μυξιασμένα παιδάκια να παραμένουν στο σχολείο, μεταδίδοντας το κρυολόγημά τους στα υγιή; Οι νηπιαγωγοί – δε θα το κρύψω..- προχώρησαν σε εορταστικό τριήμερο, όταν «πήραμε» απολυτήριο νηπιαγωγείου.

Και μετά ήρθε το σχολείο… Τα ίδια και χειρότερα – δε θα τα περιγράψω, πήρατε την εικόνα. Στο μεταξύ το μωράκι μου είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να εκφράζει και άποψη:
– «Πλύνε τα χεράκια που γύρισες από το σχολείο…»
– « Παράτα με, μαμά..»
– « Φόρεσε ένα έξτρα φούτερ, κάνει παγωνιά»
– « Παράτα με, μαμά..»
– « Πω πω, έχεις πυρετό..»
– « Παράτα με, μαμά..»
– « Φάε τα φασολάκια, κάνουν καλό στο έντερο»
– « Παράτα με, μαμά..»

Μπουκωμένος από την προστασία, το παιδί μου είχε αρχίσει να αντιδρά. Η υπερβολική στοργή μου τον έπνιγε σαν στενό κολάρο. Άρχισε να μου κρύβει διάφορα θέματά του, για να γλιτώσει τις επιπλοκές του άγχους μου. Αρρώσταινε και μου το’ κρυβε. Ερχόταν χτυπημένος από άλλα παιδιά, και μου έλεγε πως σκόνταψε στο διάλειμμα. Άρχισε να με αποφεύγει, άρχισε να λέει ψέματα, άρχισε να μου κλείνει την πόρτα στα μούτρα.

adServer.bs?cn=display&c=19&mc=imp&pli=2

Κάτι πήγαινε λάθος. Τι; Εγώ!

Μου πήρε 13 χρόνια να διαγνώσω πως είχα πρόβλημα. Ψάχνοντας και διαβάζοντας, ερευνώντας, πηγαίνοντας σε γιατρούς και ειδικούς, διαπίστωσα πως η υπερπροστασία εκθέτει τα παιδιά στους ίδιους κινδύνους με την αδιαφορία. Ίσως και σε χειρότερους. Τα παιδιά ασφυκτιούν, καταπιέζονται και αντιδραστικά προχωρούν σε επικίνδυνες συμπεριφορές για να δοκιμάσουν τα όριά τους, για να γνωρίσουν τον κόσμο- που εμείς, με την υπερπροστασία, τους τον στερούμε. Επιπρόσθετα, συχνά παραμένουν ανώριμα συναισθηματικά, γιατί την ώρα που, ως μάνα, ελέγχεις αν φόρεσε ζακέτα ή αν έπλυνε τα χέρια του μετά το μπάσκετ, ξεχνάς να του εμφυσήσεις δύναμη. Ξεχνάς να του εκφράσεις αγάπη…

Ξεχνάς να διδάξεις στο παιδί πως η ζωή είναι ένας χωροχρόνος, γεμάτος κινδύνους αλλά και γεμάτος προκλήσεις, που οφείλεις να τον ζήσεις χαρούμενος και δυνατός, με προσοχή αλλά και με ενθουσιασμό, γνωρίζοντας μεν τα όριά σου, αλλά τολμώντας ταυτόχρονα να πατάς τους φόβους σου.

 

Άρθρο: Γιώτα Στεφάνου, παιδίατρος & συγγραφέας

 


  Το διαβάσαμε εδώ