Δεν υπάρχουν ευτυχισμένες σχέσεις, μόνο ευτυχισμένοι άνθρωποι

«Καλέ, εσύ λάμπεις από ευτυχία. Είσαι ερωτευμένη, ε;» με ρωτούν τον τελευταίο καιρό οι φίλες μου, επειδή με βλέπουν να περιφέρομαι με το ηλίθιο χαμόγελο της φρεσκοερωτευμένης. Ναι, η αλήθεια είναι πως ερωτεύτηκα και μάλιστα κάποιον που γνωρίζω πάνω από 30 χρόνια. Τον ήξερα στα 6, στα 16, στα 26, στα 36 και έπρεπε να μπω στα 40 για να τον κοιτάξω και να τον ακούσω πραγματικά. Και το ερώτημα είναι το εξής: Είμαι ερωτευμένη, γι’ αυτό και ευτυχισμένη, ή νιώθω ευτυχισμένη επειδή μπόρεσα και ερωτεύτηκα; Sans voir το δεύτερο.

Αφού κι εγώ, όπως κάθε μοντέρνο κορίτσι, έδωσα, πήρα, περιπλανήθηκα, απογοητεύτηκα και απογοήτευσα, κοινωνικοποιήθηκα ερωτικά και έπαθα αστιγματισμό με δεκάδες συντρόφους, τελικά κατάφερα να ερωτευτώ στην ηλικία της πρεσβυωπίας. Και θεωρώ ότι η ευτυχία μου δεν οφείλεται μόνο στον σύντροφό μου, αλλά και στο ότι άλλαξα. Προφανώς στα 25 δεν ήμουν ικανή να διακρίνω ποιος ακριβώς είναι εκείνος που περνούσε από δίπλα μου. Δεν χρειαζόμουν κάποιον να ερωτευτώ, επειδή ήμουν ερωτευμένη με τον πιο αλαζονικό εαυτό μου. Πράγμα, βέβαια, απολύτως φυσιολογικό, μια και τα νιάτα εμπεριέχουν μπόλικη αλαζονεία και υπερβολική αίσθηση της σπουδαιότητάς τους. Οι προσδοκίες μου ήταν μπερδεμένες, σχεδόν ναρκισσιστικές, οπότε και εντελώς λανθασμένες.

Την ευτυχία άρχισα να τη γνωρίζω σιγά σιγά και μόνο όταν κατάλαβα πως έρχεται από μέσα προς τα έξω. Σε πρώτη φάση αποφάσισα να αποβάλω τα στερεότυπα του τύπου «η ευτυχία είναι υπόθεση τύχης και μοίρας». Αλλωστε, η ζωή μού έχει δείξει πως όλα τα «τυχερά» που πέφτουν σαν μάννα εξ ουρανού (ένα καινούργιο αυτοκίνητο, μια καινούργια δουλειά, μια καινούργια αγάπη) είναι προορισμένα να φαγωθούν από την ηδονιστική προσαρμογή που βασανίζει κάθε άνθρωπο. Κατόπιν απενοχοποίησα τη δυστυχία μου. Γιατί θα πρέπει να νιώθουμε ένοχοι όταν υποφέρουμε, είμαστε άρρωστοι ή βρισκόμαστε σε μια σχέση που δεν φαντάζει τέλεια; Τελικά στην ιδεολογία της ευτυχίας υπάρχει μεγάλη σκληρότητα και απανθρωπιά. Ευτυχία δεν σημαίνει «είμαι χαρούμενη όλη την ημέρα», αλλά η αίσθηση του ότι δεν είσαι χαμένος στον κόσμο, η εσωτερική ηρεμία που νιώθεις επειδή βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο. Η καινούργια σχέση μου δεν έχει τίποτε περισσότερο από κάθε συνηθισμένη σχέση. Αλλά κάθε λεπτό μαζί του μου θυμίζει πως βρίσκομαι στον σωστό δρόμο. Μαζί του συνειδητοποιώ ότι η ζωή δεν είναι απλώς ένα πέρασμα που συμβαίνει πέρα από τη δική μου επιθυμία, αλλά κάτι που έχει να κάνει με όσα εγώ κάνω.

Γιατί, όμως, δεν ήμουν έτσι πιο πριν; Οι παιδοψυχολόγοι λένε ότι οι πρώτες λέξεις που μάθαμε ήταν λίγο-πολύ οι ίδιες: «μαμά», έπειτα «μπαμπά» και μετά «κι άλλο». Σε αυτές τις τρεις πρώτες λέξεις καθρεφτίζονται οι πιο βαθιές επιθυμίες μας: πρώτα η αγάπη, μετά η ασφάλεια και μετά το «ακόμη περισσότερο» από τα δύο προηγούμενα. Να, λοιπόν, πώς ριζώνουν οι βασικές απαιτήσεις μας στον δρόμο προς την ευτυχία. Το «κι άλλο» μεγαλώνοντας γίνεται επιθυμίες: για σεξ, αγάπη, χρήματα, προσοχή, ασφάλεια, ευχαρίστηση ή ακόμη και για τροφή. Οταν δεν έχουμε όλα ή κάποια από αυτά, προσπαθούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα. Και εδώ είναι και η παγίδα. Αν είμαστε μόνοι, φταίει η τύχη. Στη σχέση μας νιώθουμε δυσφορία όχι επειδή είμαστε με τον λάθος άνθρωπο, αλλά επειδή δεν είμαστε με τον ιδανικό σύντροφο.

Κι όμως, μια σχέση περιέχει τα πάντα: διαφωνία και απομάκρυνση, στιγμές μοναξιάς και ασυνεννοησία. Είναι και αυτά συναισθηματικές εμπειρίες. Η συνηθισμένη σχέση μου περιέχει όλα τα παραπάνω. Αλλά και δύο ακόμη πολύ βασικά: συμμετοχή και αφοσίωση. Η πρόκληση από εδώ και πέρα είναι να διατηρηθεί ένα κοινό σύμπαν. Τότε η σχέση μου θα είναι δυνατή, επειδή πλέον δεν θα βασίζεται σε φαντασιακά σχήματα, αλλά στην πραγματικότητα του διαφορετικού. Τελικά, η ιδέα ότι δεν υπάρχει μόνο ένα άτομο που μας ταιριάζει, αλλά εν δυνάμει πολλά διαφορετικά, έστω και αν ακούγεται πεζή, κρύβει τον δικό της ρομαντισμό. Και αυτό επειδή το πρόσωπο που τελικά επιλέγω μπορεί να μην είναι το τέλειο ταίρι, αλλά το επέλεξα εγώ. Και αν χρειαζόταν, και πάλι αυτό θα διάλεγα. Με όλα τα λάθη και τις αντιθέσεις μας.

 

Άρθρο: Ελένη Χαδιαράκου


  Το διαβάσαμε εδώ