Η εφηβική ηλικία κατέχει μία σημαντική θέση προβληματισμού στις μέρες μας. Χαρακτηρίζεται σαν μία φυσιολογική πορεία μετάβασης από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, δημιουργώντας μία αναστάτωση τόσο στην ατομική όσο και στην διαπροσωπική ζωή του εφήβου.

Στην προσπάθεια να διευθετήσει νέες σχέσεις με τους γονείς του και με τους άλλους, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό, το ίδιο του το σώμα, ο έφηβος υιοθετεί στάσεις ετερογενείς, αντιθετικές και συγκρουσιακές. Που η εξέλιξή τους θα χαράξει το ψυχικό πλαίσιο στο οποίο θα εξελιχθεί η ενήλικη ζωή του.

Οι σωματικές αλλαγές οι οποίες επιφέρουν την φυσική ωριμότητα (ανάπτυξη γεννητικών οργάνων και δευτερογενών χαρακτηριστικών όπως η τριχοφυϊα, η έμμηνος ρήση κλπ) οδηγούν τον έφηβο σε μία ναρκισσιστική ενασχόληση εκφραζόμενη μέσα από μία σειρά εναγώνιων ερωτημάτων πάνω στον εαυτό του και την προσωπική του ταυτότητα : ποιός είμαι, πως φαίνομαι, πως σκέφτονται οι άλλοι για μένα κλπ.

Ο αυτοπροσδιορισμός του είναι ένας από τους αναζητούμενους στόχους μέσα από τη σύγκρουση με τους γονείς και την αναζήτηση καινούργιων ταυτοποιήσεων έξω από το γονεϊκό πρότυπο. Είναι γνωστές οι ενθουσιώδεις αλλά και εφήμερες ταυτίσεις με πρόσωπα και είδωλα της εποχής που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προβάλλουν καθημερινά επηρεάζοντας τις αντιλήψεις των εφήβων και ιδιαίτερα των κοριτσιών (βλ εικόνες από μοντέλα με τέλειες αναλογίες). Η κοινωνική προβολή παρόμοιων προτύπων εξωθεί τους εφήβους να συνδέουν την εξωτερική ομορφιά με την προσωπική επιτυχία και την αναγνώριση.

Από την άλλη πλευρά, η σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον είναι αναπόφευκτη και προέρχεται από την ανάγκη για ανεξαρτοποίηση μέσα από μία διαδικασία αποεπένδυσης των εξιδανικευμένων γονεϊκών προτύπων. Στην εφηβική ηλικία μπορεί να παρατηρηθούν διαταραχές πρόσληψης της τροφής, για παράδειγμα περίεργα γούστα για φαγητό, νευρογενής ανορεξία, βουλιμία, παχυσαρκία. Το εφηβικό σώμα αποτελεί μία παντοδύναμη συμβολική πλατφόρμα όπου συγκρούονται οι ασυνείδητες επιθυμίες συγχρόνως με τις κοινωνικές απαιτήσεις και αξίες.

Οι διατροφικές διαταραχές εγγράφονται σε ένα πλαίσιο πολυπαραγοντικών επιδράσεων (περιβαλλοντικών, πολιτισμικών και οικογενειακών) και είναι το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης σειράς από αμυντικούς παθολογικούς μηχανισμούς που σκοπό έχουν να χρησιμοποιήσουν το αντικείμενο (τροφή) εις βάρος του εαυτού. Οι διατροφικές διαταραχές εκδηλώνονται πιο συχνά στην εφηβεία, μεταξύ 13 και 19 ετών και σε μεγαλύτερο ποσοστό σε έφηβες και νεαρές γυναίκες.

 

Η νευρική ανορεξία

Η νευρική ανορεξία είναι μία διατροφική ψυχογενής διαταραχή που συνίσταται στον παράλογο φόβο του πάχους εκφράζοντας μία ψυχαναγκαστική άρνηση να δεχθεί ο έφηβος τη τροφή του. Αποτελεί μία ψυχική νόσο με ποσοστό θνησιμότητας που αγγίζει το 20%. Η κλινική εικόνα και τα συμπτώματά της είναι:

1.  Θεληματική αντίσταση στο φαγητό. Πολλοί ανορεξικοί δεν παύουν να έχουν όρεξη για φαγητό, αλλά υποβάλλουν τον εαυτό τους σε αυστηρή δίαιτα.

2.  Απώλεια βάρους (πάνω από 10% του αρχικού). Διαστρεβλωμένη εικόνα σώματος όσον αφορά το βάρος και τη μορφή του σώματος που καμιά φορά οδηγεί σε αυταπάτες (πχ μπορεί να δει το λίπος της ακόμα και όταν το σώμα της είναι αποστεωμένο).

3.  Αμηνόρροια (απουσία τριών τουλάχιστον κύκλων έμμηνου ρήσης). Άλλα συμπτώματα είναι αναιμία, ελαφράς μορφής κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, βραδυκαρδία, κοιλιακοί πόνοι, δυσανεξία στο ψύχος κλπ.

 

Η νευρογενής ανορεξία εκδηλώνεται με δύο διαφορετικούς τύπους :

(α) Ανορεξία στερητικού τύπου. Ο στερητικός τύπος χαρακτηρίζεται από μία παρατεταμένη, αυτοεπιβαλλόμενη ασιτεία. Οι ασθενείς του τύπου αυτού εκφράζουν συχνά εσωστρέφεια, αρνούνται τις φυσικές ανάγκες του σώματός τους (το αίσθημα της πείνας και της κούρασης), αδυνατούν να εκφράσουν συναισθήματα θυμού, ματαίωσης, άγχους.

(β) Ανορεξία υπερκαταναλωτικού τύπου. Χαρακτηρίζεται από σποραδικά επεισόδια βουλιμίας (υπερφαγίας) και στη συνέχεια οδηγείται σε μία ακυρωτική, διορθωτική συμπεριφορά με την πρόκληση εμετού, ή τη λήψη καθαρτικών και διουρητικών χαπιών. Οι ασθενείς του τύπου αυτού χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια, αναγνωρίζουν ευκολότερα το άγχος, την κατάθλιψη, τις ενοχές τους και παραδέχονται πως έχουν έντονη όρεξη.

 

Η ψυχοδυναμική ανάλυση ασθενών με νευρογενή ανορεξία μας οδηγεί στην αναγνώριση μιας εσωτερικευμένης σύγκρουσης μεταξύ εξάρτησης και αυτονομίας. Πολλοί από τους ασθενείς στην παιδική ηλικία ασπάσθηκαν μία υπερσυμβιβαστική συμπεριφορά, δεν εξωτερίκευσαν τον θυμό και την άρνηση, υπήρξαν παιδιά-υπόδειγμα. Η νευρική ανορεξία, ως σύμπτωμα, είναι η έκφραση μίας απεγνωσμένης προσπάθειας να κυριαρχήσουν του εαυτού τους, να αποκτήσουν μία προσωπική ταυτότητα, να αυτοεπιβεβαιωθούν και να εντυπωσιάσουν.

Η επιθυμία της ασθενούς να μην εισβάλλει τίποτα στο σώμα της δεν είναι τίποτα άλλο από το παράδοξο αίτημα για υπεράσπιση της αυτονομίας της. Παράδοξο από την άποψη ότι αργά ή γρήγορα η ανορεξική θα βρεθεί ακόμη πιο εξαρτημένη από το περιβάλλον από το οποίο ήθελε να απελευθερωθεί.

 

Η νευρογενής βουλιμία

Η νευρογενής βουλιμία εμφανίζεται πιο συχνά από την νευρική ανορεξία και εντοπίζεται η έναρξή της στην περίοδο της εφηβείας. Υπολογίζεται ότι το 1,1% έως 4,2% των γυναικών εμφανίζουν νευρογενή βουλιμία σε κάποια περίοδο της ζωής τους, ενώ αντίστοιχα για την νευρογενή ανορεξία το ποσοστό κυμαίνεται από 0,5% έως 3,7%.

Στην νευρογενή βουλιμία οδηγούνται συχνά έφηβες και νεαρές γυναίκες μετά από αποτυχημένες εξαντλητικές δίαιτες. Τα υπερφαγικά επεισόδια χαρακτηρίζονται από κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού πολύ γρήγορα και σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Τα επεισόδια χαρακτηρίζονται από την κατανάλωση λιπαρών και ‘απαγορευμένων’ τροφών. Ο βουλιμικός συνεχίζει να τρώει ακόμη και όταν νιώθει ότι έχει χορτάσει. Στη συνέχεια νιώθει ενοχές, άγχος και κατατρέχεται από την ιδέα ότι η τροφή δεν μπορεί να αφομοιωθεί ή ότι μπορεί να έχει καταστρεπτικές ιδιότητες και συνεπώς θα πρέπει να την απορρίψει από το σώμα του προκαλώντας εμετό. Άλλοτε μπορεί να υποβληθεί σε εξαντλητική άσκηση στην προσπάθειά του να χάσει βάρος.

Για το βουλιμικό επεισόδιο νιώθει ντροπή και συνήθως αποκρύβει επιμελώς αυτή τη συμπεριφορά από το οικογενειακό του περιβάλλον. Για τη διάγνωση της νευρογενούς βουλιμίας πρέπει ο ασθενής να εμφανίζει δύο επεισόδια υπερφαγίας με ακυρωτική συμπεριφορά εβδομαδιαίως για τουλάχιστον τρεις μήνες. Το βάρος των βουλιμικών ασθενών κυμαίνεται σε κανονικά περίπου επίπεδα. Όταν, όμως, συνυπάρχει και νευρική ανορεξία παρατηρείται τότε και απώλεια βάρους.

 

Η ψυχοδυναμική ερμηνεία της βουλιμικής συμπεριφοράς βασίζεται στην συσσωρευμένη οργή απέναντι στο εσωτερικευμένο αντικείμενο (μητέρα). Υποσυνείδητα ο βουλιμικός αποζητά να καταβροχθίσει και να ανάγει σε απορρίματα τους ανθρώπους που είναι στόχοι της οργής του.

Η διαταραχή της διατροφικής συμπεριφοράς λειτουργεί ως υποκατάστατο μία σχέσης με τον άλλο (με τη μητέρα). Ο ενδοψυχικός αμυντικός σκοπός είναι να απαλλαγεί ο ασθενής από το άγχος του χαμένου αντικειμένου και συγχρόνως να αποτινάξει την πίεση που συνδέεται με την εχθρότητα προς το αντικείμενο.

Η καταγωγή των διατροφικών διαταραχών έχει τη βάση της στην νηπιακή ηλικία. Όταν η μητέρα διαισθάνεται και αντιδρά κατάλληλα στα ερεθίσματα που στέλνει το παιδί ικανοποιώντας τις φυσιολογικές και ψυχολογικές του ανάγκες, η ανάπτυξη συντελείται κανονικά.

Το παιδί εκπαιδεύεται να ξεχωρίζει το αίσθημα της πείνας ως ξεχωριστό αίσθημα. Αν οι αντιδράσεις στα μηνύματα του παιδιού είναι αντιφατικές ή ακατάλληλες, το παιδί αδυνατεί να διαφοροποιήσει τις ανάγκες από τις ορμές του και αποκτά συγκεχυμένη γνώση για τη διαφορά των βιολογικών του αναγκών και των συναισθηματικών του σχέσεων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπτύξει αυτοέλεγχο και κυριαρχία πάνω στο σώμα του. Η θεραπευτική αντιμετώπιση των διατροφικών διαταραχών πρέπει να είναι εξατομικευμένη και να αποβλέπει στην αλλαγή της διαστρεβωμένης εικόνας του ασθενούς για το σώμα του και στη μεταστροφή του συναισθήματος ανικανότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησής του.

Οι ασθενείς πρέπει να οδηγηθούν στο να επεξεργάζονται τα συναισθήματά τους και να διεκδικούν την έκφραση και την ικανοποίηση των ορμών τους. Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία θα τους βοηθήσει να αποκτήσουν επίγνωση της παθολογίας των συμπτωμάτων τους και των κινήτρων της συμπεριφοράς τους.

Η διαδικασία αυτή, αν και μακροχρόνια, είναι αποτελεσματική γιατί στο βαθμό που ο έφηβος αναγνωρίσει και εκφράσει τις συγκρούσεις του, παύει να χρησιμοποιεί την τροφή του προκειμένου να αρνηθεί τον εαυτό του ή τους άλλους.

 

Άρθρο: Μίτση Σχοινά, κλινική ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια

 


  Το διαβάσαμε εδώ