ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Οι διαταραχές άγχους αποτελούν μία ομάδα διαταραχών οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονο και χρόνιο άγχος. 

Το άγχος προκαλείται μόνο ή κυρίως από ορισμένες σαφείς συνθήκες  – π.χ κλειστοί χώροι, ύψη, ζώα, κάποια σοβαρή ασθένεια ή ατύχημα - ή αντικείμενα (εξωτερικά ως προς το άτομο), τα οποία δεν είναι επικίνδυνα κατά τον χρόνο εκλύσεως του άγχους.

Το άγχος χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη, και ασαφή αίσθηση αμηχανίας. Συνοδεύεται συνήθως από συμπτώματα όπως κεφαλαλγία, εφίδρωση, αίσθημα παλμών, βάρος στο στήθος, αίσθημα δύσπνοιας ή πνιγμονής, στομαχική δυσφορία κ.α. Η ανησυχία του ατόμου μπορεί να επικεντρώνεται σε μεμονωμένα συμπτώματα, όπως το αίσθημα παλμών ή λιποθυμίας και συχνά συνοδεύεται από δευτερογενείς φόβους θανάτου ή απώλειας ελέγχου.

Το αποτέλεσμα είναι ότι το άτομο αποφεύγει αυτές τις καταστάσεις ( ή αντικείμενα) ή τα υπομένει με αίσθημα έντονου φόβου. Το φοβικό άγχος από πλευράς βιωματικών και φυσιολογικών αντιδράσεων, καθώς και  συμπεριφοράς, μπορεί να ποικίλλει σε βαρύτητα, από την ελαφρά ανησυχία μέχρι το συναίσθημα του έντονου τρόμου. Το άτομο με τη διαταραχή αυτή κατανοεί ότι το άγχος του στερείται αντικειμενικής αιτιολογίας, έχει πλήρη επαφή με την πραγματικότητα και υποφέρει έντονα από τα συμπτώματα του.  

Ένα άτομο μπορεί να διαγνωσθεί  με διαταραχή άγχους μόνο εάν το επίπεδο του άγχους του είναι τόσο υψηλό ώστε να διαταράσσει σημαντικά η λειτουργικότητα του σε σημαντικούς τομείς της ζωής π.χ σπίτι, σχολείο κλπ

 

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΓΧΟΥΣ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Η διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού αναφέρεται στον αποχωρισμό από πρόσωπα στα οποία το παιδί είναι προσκολλημένο ( συνήθως γονείς ή άλλα μέλη της οικογένειας)  και δεν αποτελεί μέρος γενικευμένου άγχους που εκδηλώνεται σε ποικίλες καταστάσεις.

 

Το άγχος μπορεί να έχει τη  μορφή :

α) μη ρεαλιστικής υπεραπασχόλησης με τη σκέψη ότι κάτι μπορεί να πάθουν οι γονείς, στους οποίους είναι προσκολλημένο ή με το φόβο ότι θα φύγουν.

β) επίμονης απροθυμίας ή άρνησης του παιδιού να πάει στο σχολείο, επειδή φοβάται τον αποχωρισμό.

δ) επίμονης απροθυμίας ή άρνησης του να πάει για ύπνο, χωρίς να βρίσκεται κοντά ή δίπλα σε κάποιον από τον γονέα του με τον οποίο  είναι προσκολλημένο.

ε) επίμονου αδικαιολόγητου φόβου να μείνει μόνο του στο σπίτι κατά τη διάρκεια  της ημέρας.

στ) επανειλημμένων εφιαλτών με θέμα τον αποχωρισμό από τους γονείς.

ζ) επανειλημμένων εκδηλώσεων σωματικών συμπτωμάτων ( ναυτία, πόνος στο στομάχι, πονοκέφαλος, εμετοί κλπ) σε περιστάσεις αποχωρισμού από τους γονείς.

η) υπερβολικής επαναλαμβανόμενη δυσφορίας ( που εκδηλώνεται με άγχος, κλάμα, εκρήξεις θυμού, γκρίνια, απάθεια ή κοινωνική απόσυρση) ενόψει, κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά από αποχωρισμό από σημαντικό πρόσωπο.

 

ΔΙΑTAΡΑΧΗ ΔΙΑΓΩΓΗΣ

Η διαταραχή αυτή αναφέρεται σε ένα επαναλαμβανόμενο και επίμονο πρότυπο συμπεριφοράς του παιδιού ή του εφήβου, σύμφωνα με το οποίο παραβιάζονται τα βασικά δικαιώματα των άλλων ή οι βασικοί, ανάλογοι με την ηλικία, κοινωνικοί τύποι και κανόνες. 

Ως παραδείγματα συμπεριφορών στις οποίες βασίζεται η διάγνωση περιλαμβάνονται τα ακόλουθα : διενέξεις και εκφοβισμοί σε υπερβολικό βαθμό, σκληρότητα προς τα ζώα ή τους άλλους ανθρώπους, σοβαρή καταστροφική δραστηριότητα, εμπρησμοί, κλοπές, συνεχείς ψευδολογίες, συχνές απουσίες από το σχολείο και απομάκρυνση από το σπίτι, ασυνήθιστα συχνές και έντονες εκρήξεις θυμού, προκλητική συμπεριφορά, επίμονη και σοβαρή ανυπακοή.

Διακρίνονται δύο τύποι με βάση την ηλικία έναρξης της διαταραχής. Σε περίπτωση που ένα τουλάχιστον κριτήριο πληρούται πριν την ηλικία των 10 ετών, τότε πρόκειται για τύπο παιδικής έναρξης , ενώ σε περίπτωση που απουσιάζει οποιοδήποτε κριτήριο χαρακτηριστικό για τη διαταραχή διαγωγής πριν την ηλικία των 10 ετών, τότε πρόκειται για τύπο εφηβικής έναρξης. Η βαρύτητα της διαταραχής προσδιορίζεται ως ήπια, μέτρια ή βαριά ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης που τα συμπτώματα της προκαλούν στους άλλους.

 

ΕΝΟΥΡΗΣΗ

Η ενούρηση αποτελεί μία από τις πιο συχνές διαταραχές της παιδικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από ακούσια κένωση της ουροδόχου κύστης, την ημέρα ή/ και τη νύχτα, η οποία δεν είναι φυσιολογική σε σχέση με τη νοητική ηλικία του παιδιού και δεν οφείλεται σε αδυναμία ελέγχου της κύστης λόγω νευρολογικής διαταραχής επιληπτικών κρίσεων ή ανατομικής ανωμαλίας του ουροποιητικού συστήματος.

Η ενούρηση μπορεί να συμβεί την ημέρα και τη νύχτα ( συνήθως εμφανίζεται πιο συχνά τη νύχτα.).  Η ώρα δεν είναι ακριβής αλλά το παιδί βρέχεται συνηθέστερα 2-3 ώρες μετά την έναρξη του ύπνου. Συχνά επεισόδια ενούρησης παρατηρούνται μετά από λήψη πολλών υγρών.  Η ενούρηση μπορεί να αποτελεί μονοσυμπτωματική κατάσταση ή να σχετίζεται με κάποια ευρύτερη συναισθηματική δυσκολία ή διαταραχή της συμπεριφοράς.

Αν και πρόκειται για ένα οργανικό πρόβλημα, η ενούρηση μπορεί να προκαλέσει δευτερογενή προβλήματα στα παιδιά σε τρεις κυρίως τομείς : α) στη συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες β) στη διατάραξη των σχέσεων με τους συνομήλικους –με τις ανάλογες επιδράσεις στο επίπεδο αυτοεκτίμησης- και γ) στη σχέση με τους γονείς. Πιο συγκεκριμένα το αίσθημα  της ταπείνωσης και ο φόβος της έκθεσης μπροστά σε ξένους είναι κυρίαρχα. Αποτέλεσμα αυτού είναι να επηρεάζεται σοβαρά η κοινωνικότητά τους καθώς δυσκολεύονται να κοιμηθούν στο σπίτι ενός φίλου ή συμμαθητή ή να εμπλακούν σε ομαδικές δραστηριότητες. Όλα αυτά συνηγορούν στην μεγάλη σημασία της έγκαιρης παρέμβασης και θεραπείας και σε ατομικό και σε οικογενειακό επίπεδο.

 


  Το διαβάσαμε εδώ